εὐάρεστα

εὐάρεστα
εὐάρεστος
wellpleasing
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek

  • ευάρεστος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ο όσιος. Καταγόταν από επίσημη οικογένεια της Γαλατίας. Ήταν ασκητής της Μονής Στουδίου επί Λέοντα E’ του Αρμένιου. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου.… …   Dictionary of Greek

  • ευφραντός — εὐφραντός, ή, όν (Α) [ευφραίνω] 1. ενεργ. αυτός που προκαλεί ευφροσύνη, ο ευχάριστος 2. παθ. αυτός που ευφραίνεται, ο γεμάτος χαρά 3. (το ουδ. πληθ.) τὰ Εὐφραντά τίτλος έργου τού Τιμοκράτους. επίρρ... εὐφραντῶς (Μ) ευχάριστα, ευάρεστα …   Dictionary of Greek

  • εύλαλος — η, ο (ΑΜ εὔλαλος, ον) 1. ευφραδής, εύγλωττος 2. αυτός που μιλά ή ηχεί γλυκά και ευάρεστα, γλυκόλαλος, μελωδικός μσν. φλύαρος αρχ. 1. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, αυτός που λύνει τη γλώσσα 2. επίθ. τού Απόλλωνος 3. επίθ. τού Άργους. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ηστικός — ἡστικός, ή, όν (Α) [ηστός] ηδονικός, ευάρεστος, ευχάριστος. επίρρ... ἡστικὼς (Α) ευάρεστα, ηδονικά …   Dictionary of Greek

  • θυμηδής — θυμηδής, ές (ΑΜ) ευχάριστος, αγαπητός, προσφιλής. επίρρ... θυμηδῶς (Α) ευχάριστα, ευάρεστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + ηδής (< ήδος «ευχαρίστηση»), πρβλ. α ηδής, μελι ηδής] …   Dictionary of Greek

  • χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”